Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012
Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012
Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί(/Ολιγάρκεια)
Ύψος.
Μήκος.
Βάθος.
Παίζουμε με τις διαστάσεις. Αυτό είμαστε μωρό μου, ψεύτες, που παίζουν με τις
διαστάσεις και τους δίνουν άλλη χροιά.
Μακάριοι οι πλούσιοι τῇ φαντασίᾳ.
Χαμένοι από χέρι οι έχοντες αντικειμενική οπτική των διαστάσεων.
Αυτοί, που δε μετρούν το
ύψος σε αγκαλιές, το μήκος σε βλέμματα και το βάθος σε βήματά σου, καθώς
απομακρύνεσαι για να μου φέρεις νερό από το μπαρ.
Εγώ δε θα χάσω ποτέ...
Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012
Πέμπτη 31 Μαΐου 2012
Εκτελεσμένος μέλλοντας.
Θα βάλω τα γυαλιά μου. Θα είμαι όμορφη. Θα βγάλω τα γυαλιά
μου για λίγο. Θα κοιτάξω τριγύρω. Τίποτε δε θα κουνιέται. Όλα στη θέση τους. Όλα έτοιμα να
αγκαλιάσουν τον όλεθρό μου. Τα γυαλιά ξανά στη θέση τους. Θα έρθεις. Θα μου
πιάσεις το χέρι. Θα με σηκώσεις από τη θέση μου. Θα φοράω συνεχώς τα γυαλιά. Θα
κρύβουν, όσα δε χωράνε πίσω από το δάχτυλό μου. Θα με κοιτάξεις. Θα με
λυτρώσεις απ’ όσα νόμιζα πως με σκότωναν. Θα σε ερωτεύομαι με κάθε στάλα βροχής,
που θα πέφτει πάνω στη μύτη σου. Θα σε κάνω να μου μιλάς ακατάπαυστα. Θα σε
κάνω να μου μιλάς δυνατά. Να μην ακούω την παράνοιά μου. Να ακούω μόνο τη δική
σου. Θα κουνάς τα χέρια σου συνεχώς. Θα χορεύουν τα χέρια σου στον αέρα. Θα
γίνουν φιγούρες θεατρικές. Θα κλείσουν την αυλαία πάνω στα δικά μου. Θα τα
αφήσω να κουρνιάσουν μες στις χούφτες σου. Θα βγάλουν ρίζες. Θα γίνουν σχοινιά.
Θα με δέσουν. Θα με δέσεις. Θα πονάω. Θα σωπάσω. Θα ευτυχήσω. Θα με βρω μέσα στις λέξεις σου. Θα με χάσω μέσα στα «θα» σου. Θα βγάλω τα γυαλιά μου. Δε θα φοβάμαι, πια. Δε θα
έχω τίποτε άλλο να σου κρύψω, πια. Θα στα έχω κρύψει όλα, πια. Μέχρι και το φως. Θα
μου χαρίσεις έναν ωκεανό. Θα πνιγώ μέσα του. Θα είναι η πιο απαίσια ημέρα του κόσμου. Θα την κάνεις την πιο όμορφη του παράλληλου σύμπαντος. Θα την ονομάσουμε Κυριακή. Και θα είναι δική μου!
Κυριακή 6 Μαΐου 2012
Ανα-γέννησις
Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέσαι.
Στο φως πεθαίνεις.
Κάθε φορά που κλείνουν τα φώτα λάμπεις.
Σε φωτίζουν οι προβολείς μου.
Τότε μονάχα μπορώ να σε κρατώ δίπλα μου.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Λίγο μετά το χειροκρότημα και λίγο πριν το πρώτο κούρδισμα της κιθάρας.
Όταν κοιτάς το ρολόι σου για να διαπιστώσεις πόση υποχρέωση έχεις να «διανύσεις» ακόμη.
Τότε που κανείς δε μας βλέπει.
Ούτε καν εσύ.
Τότε που ακουμπώ επάνω σου και σου ψιθυρίζω πόσο όμορφα περνάω, όταν ανάβω τα «φώτα πορείας» σου.
Λες και τα μάτια μου θαμπώνονται στο φως.
Κι έτσι, λαθραία σε κοιτώ από την κλειδαρότρυπα.
Κι ας έβαλες το κλειδί στην κλειδαριά.
Και φοβάμαι πως ακόμη κι αν ανοίξει άλλη πόρτα, εγώ στη δική σου κλειδαρότρυπα θα μείνω.
Εθισμένη στη μυρωδιά του κλειδωμένου και τη θέαση του σκοταδιού.
Καταδικασμένη να αρκούμαι στην ηδονή της ταλάντευσης των δαχτύλων σου δίπλα στα χείλη μου.
Πότε πάνω σε αυτά. Μονάχα δίπλα.
Σαν εξόριστοι επαναστάτες σε άνυδρη κόλαση.
Μόνο οι ώμοι μου μετρούν σημάδια σου. Αυτές τις μικρές πληγές, που ανοίγουν τα ακροδάχτυλά σου κάθε φορά που με αγγίζεις στοργικά σε εκείνο ακριβώς το σημείο.
Πληγές, που γίνονται σχισμές και σου επιτρέπουν να μπεις μέσα σε κάθε μικρή γωνίτσα μου και να κάνεις κατάληψη.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Μετά το βλέμμα ισιώνει ξανά.
Γίνεται «καθώς πρέπει».
Γίνεται κενό.
Περιμένει την απελευθέρωση στην αιχμαλωσία σου.
Περιμένει το σκοτάδι στο φως.
Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέμαι.
Στο φως πεθαίνω.
Μαζί σου.
Εκεί γεννιέσαι.
Στο φως πεθαίνεις.
Κάθε φορά που κλείνουν τα φώτα λάμπεις.
Σε φωτίζουν οι προβολείς μου.
Τότε μονάχα μπορώ να σε κρατώ δίπλα μου.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Λίγο μετά το χειροκρότημα και λίγο πριν το πρώτο κούρδισμα της κιθάρας.
Όταν κοιτάς το ρολόι σου για να διαπιστώσεις πόση υποχρέωση έχεις να «διανύσεις» ακόμη.
Τότε που κανείς δε μας βλέπει.
Ούτε καν εσύ.
Τότε που ακουμπώ επάνω σου και σου ψιθυρίζω πόσο όμορφα περνάω, όταν ανάβω τα «φώτα πορείας» σου.
Λες και τα μάτια μου θαμπώνονται στο φως.
Κι έτσι, λαθραία σε κοιτώ από την κλειδαρότρυπα.
Κι ας έβαλες το κλειδί στην κλειδαριά.
Και φοβάμαι πως ακόμη κι αν ανοίξει άλλη πόρτα, εγώ στη δική σου κλειδαρότρυπα θα μείνω.
Εθισμένη στη μυρωδιά του κλειδωμένου και τη θέαση του σκοταδιού.
Καταδικασμένη να αρκούμαι στην ηδονή της ταλάντευσης των δαχτύλων σου δίπλα στα χείλη μου.
Πότε πάνω σε αυτά. Μονάχα δίπλα.
Σαν εξόριστοι επαναστάτες σε άνυδρη κόλαση.
Μόνο οι ώμοι μου μετρούν σημάδια σου. Αυτές τις μικρές πληγές, που ανοίγουν τα ακροδάχτυλά σου κάθε φορά που με αγγίζεις στοργικά σε εκείνο ακριβώς το σημείο.
Πληγές, που γίνονται σχισμές και σου επιτρέπουν να μπεις μέσα σε κάθε μικρή γωνίτσα μου και να κάνεις κατάληψη.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Μετά το βλέμμα ισιώνει ξανά.
Γίνεται «καθώς πρέπει».
Γίνεται κενό.
Περιμένει την απελευθέρωση στην αιχμαλωσία σου.
Περιμένει το σκοτάδι στο φως.
Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέμαι.
Στο φως πεθαίνω.
Μαζί σου.
Κυριακή 25 Μαρτίου 2012
Συν άπειρο.
Πόσο συναίσθημα χωράει σε ένα ανθρώπινο σώμα; Κι αν αυτό είναι πολύ, σε τι μετριέται;
Σε σταγόνες; Σε λυγμούς; Σε αναπάντητα ρητορικά; Σε τρύπια κόσκινα;
Ή, μάλλον, όχι. Πάλι βλακείες λέω. Δε μετριέται.
Μα, φυσικά και δε μετριέται.
Στον έρωτα ξεχνάς να μετράς, μαθαίνεις να υπολογίζεις μονάχα.
Να υπολογίζεις τις ημέρες μέχρι να τον δεις, να υπολογίζεις τις άλλες, τις μαρτυρικές, που πέρασαν χωρίς νέα του, να υπολογίζεις τα αποτυπώματά του πάνω στα μάγουλά σου. Μάγουλα, που κάθε φορά πάνω στα χείλη του ξαναγεννιούνται, για να μην κουβαλούν κανένα προπατορικό αμάρτημα. Για να εξαγνίζονται από το φιλί και να μπορούν να λερωθούν μετά από τα δάκρυα.
Μόνο να υπολογίζεις. Ποτέ ξανά το νου σου στο μέτρημα.
Τους αριθμούς άφησέ τους για το μπακάλη.
Προσωπικά, από πείσμα ποτέ δεν τους κατάλαβα. Κι όχι γι’ άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί δουλειά τους είναι να σπάνε τον κόσμο και μαζί ό, τι ζει μέσα σε αυτόν. Να σου υπόσχονται, να σε παραμυθιάζουν και μετά να πολλαπλασιάζουν τα πάντα με το μηδέν και να σε αποτελειώνουν.
Ακόμη και το συν άπειρο, το λογαριάζω μόνον ως λέξεις ποιητικές.
Βλέπεις, οι λέξεις ξέρουν. Ξέρουν να μιλούν, ξέρουν να σωπαίνουν, ξέρουν να κρύβουν, ξέρουν να θυμούνται. Ενίοτε και να ξεχνούν. Αν τις αφήσεις.
Ξέρουν και να παγιδεύουν βλέμματα, ξέρουν και πώς να παγώνουν το αίμα, ξέρουν και πώς να λυτρώνουν ζωές.
Και κυρίως, ξέρουν πώς να σε κάνουν σκλάβο στην υπέρτατη δύναμή τους.
Σ΄ αυτή τη δύναμη που κρύβεται στην ποσοτική τους ποιότητα…
«Μου έλειψες πολύ», «Χάρηκα πολύ που σε είδα», «Σ’ αγαπώ πολύ».
Και αυτό το «πολύ», που τα δίχτυα του μια ζωή θ’ απλώνει και θα σε κάνει να σπαρταράς από ανάγκη για οξυγόνο, βασιλιάς με στέμμα θα γίνεται, κάθε φορά, που από το στόμα του θα βγαίνει.
Ο πιο μεγάλος ψεύτης αυτό το επίρρημα και ας μένει το κοστούμι του πάντα ατσαλάκωτο.
Αυτό το «πολύ» το άτιμο, το αναθεματισμένο, που κάνει τη φλόγα να ανάβει, κι ας μην υπάρχει εύφλεκτο υλικό, που κάνει τη σιωπή βροντή, κι ας μην έχει πέσει ούτε μία στάλα.
Που τίποτα δε σου υπόσχεται κι όμως εσύ ακούς τυμπανοκρουσίες.
Έτσι, γι’ αυτό το «τίποτα», που σε κλείνει στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Γ’ αυτό το «τίποτα», που μια ζωή το «τα πάντα» θα γεννάει…
Σε σταγόνες; Σε λυγμούς; Σε αναπάντητα ρητορικά; Σε τρύπια κόσκινα;
Ή, μάλλον, όχι. Πάλι βλακείες λέω. Δε μετριέται.
Μα, φυσικά και δε μετριέται.
Στον έρωτα ξεχνάς να μετράς, μαθαίνεις να υπολογίζεις μονάχα.
Να υπολογίζεις τις ημέρες μέχρι να τον δεις, να υπολογίζεις τις άλλες, τις μαρτυρικές, που πέρασαν χωρίς νέα του, να υπολογίζεις τα αποτυπώματά του πάνω στα μάγουλά σου. Μάγουλα, που κάθε φορά πάνω στα χείλη του ξαναγεννιούνται, για να μην κουβαλούν κανένα προπατορικό αμάρτημα. Για να εξαγνίζονται από το φιλί και να μπορούν να λερωθούν μετά από τα δάκρυα.
Μόνο να υπολογίζεις. Ποτέ ξανά το νου σου στο μέτρημα.
Τους αριθμούς άφησέ τους για το μπακάλη.
Προσωπικά, από πείσμα ποτέ δεν τους κατάλαβα. Κι όχι γι’ άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί δουλειά τους είναι να σπάνε τον κόσμο και μαζί ό, τι ζει μέσα σε αυτόν. Να σου υπόσχονται, να σε παραμυθιάζουν και μετά να πολλαπλασιάζουν τα πάντα με το μηδέν και να σε αποτελειώνουν.
Ακόμη και το συν άπειρο, το λογαριάζω μόνον ως λέξεις ποιητικές.
Βλέπεις, οι λέξεις ξέρουν. Ξέρουν να μιλούν, ξέρουν να σωπαίνουν, ξέρουν να κρύβουν, ξέρουν να θυμούνται. Ενίοτε και να ξεχνούν. Αν τις αφήσεις.
Ξέρουν και να παγιδεύουν βλέμματα, ξέρουν και πώς να παγώνουν το αίμα, ξέρουν και πώς να λυτρώνουν ζωές.
Και κυρίως, ξέρουν πώς να σε κάνουν σκλάβο στην υπέρτατη δύναμή τους.
Σ΄ αυτή τη δύναμη που κρύβεται στην ποσοτική τους ποιότητα…
«Μου έλειψες πολύ», «Χάρηκα πολύ που σε είδα», «Σ’ αγαπώ πολύ».
Και αυτό το «πολύ», που τα δίχτυα του μια ζωή θ’ απλώνει και θα σε κάνει να σπαρταράς από ανάγκη για οξυγόνο, βασιλιάς με στέμμα θα γίνεται, κάθε φορά, που από το στόμα του θα βγαίνει.
Ο πιο μεγάλος ψεύτης αυτό το επίρρημα και ας μένει το κοστούμι του πάντα ατσαλάκωτο.
Αυτό το «πολύ» το άτιμο, το αναθεματισμένο, που κάνει τη φλόγα να ανάβει, κι ας μην υπάρχει εύφλεκτο υλικό, που κάνει τη σιωπή βροντή, κι ας μην έχει πέσει ούτε μία στάλα.
Που τίποτα δε σου υπόσχεται κι όμως εσύ ακούς τυμπανοκρουσίες.
Έτσι, γι’ αυτό το «τίποτα», που σε κλείνει στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Γ’ αυτό το «τίποτα», που μια ζωή το «τα πάντα» θα γεννάει…
* «Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα’να μ’ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.»
Οδυσσέας Ελύτης
κι ας πα’να μ’ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.»
Οδυσσέας Ελύτης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)