Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

τρεις τελίες και ένα "Χ"...


Πάλι στις 5 με πήρε ο ύπνος, μόνη μου φυσικά, και έτσι για άλλη μια φορά ξύπνησα μεσημέρι.Πάει η μισή μέρα, όχι ότι θα έκανα κάτι ιδιαίτερο, αλλά τέλος πάντων…Γιατί κοιμήθηκα τόσο αργά; Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω. Χάζεψα για λίγο στο internet, άλλαξα παθητικά για καμιά εικοσαριά φορές τα κανάλια στην τηλεόραση, πήρα δυο φίλους στο τέλος και τους είπα να περάσουν απ’ το σπίτι…και ήρθαν…και έφυγαν…και μετά έμεινα πάλι μόνη μου να παλεύω με το χρόνο και τις σκέψεις. Είπα να καθίσω να γράψω κάτι, έπιασα το μολύβι στο χέρι μου…μόνο μουτζούρες.. Λέξεις που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, εικόνες που τσακώνονταν για το ποια θα μπει πρώτη στη γραμμή, προτάσεις χαζές και τόσο παιδικές, στίχοι άσκοποι, αναμασημένη τροφή στα δόντια μου που ήθελα να νομίζω ότι εγώ την άλεσα για πρώτη φορά. Λόγος γεμάτος ασύνδετα ,ως ποιητικά σχήματα λόγου και ως κυνικά σχήματα ζωής.Μουτζούρες, αναμαλλιασμένες γραμμές που φεύγουν απ’ το μολύβι μου γρήγορα, πριν προλάβω να δω τις ανοησίες που έγραψα.Κι όσο αυτή η ‘κράμπα’ στο χέρι και στο μυαλό ή και την ψυχή δε μ’ αφήνει να προχωρήσω στην επόμενη γραμμή, τόσο αρχίζει να επιβεβαιώνεται μέσα μου μια φοβία που φωνάζει πως δε μου έχει μείνει τίποτα στέρεο πια, ένας χαρακτηρισμός για τον εαυτό μου που δε θέλω ποτέ να φέρω στα χείλη μου κι όμως αρχίζει να ανεβαίνει και να ανεβαίνει και να ανεβαίνει.. και αυτό το στερητικό του «α-» πόσο με ανατριχιάζει, θεέ μου…όχι, όχι σταμάτα, είναι αβάσταχτο όλο αυτό, είναι πέρα απ’ όσα μπορώ να αντέξω, ακούς; εσύ εκεί μέσα, σταμάτα, σε παρακαλώ..εσύ απέναντι στον καθρέφτη, σώπασε για λίγο ή και για πάντα……………………………............................ και μια αγνώστου προελεύσεως δύναμη μου σφίγγει τα χέρια και χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω σπάω το μολύβι σε δυο κομμάτια, άνισα μεταξύ τους, όπως και όλες οι ‘σπασμένες’ καταστάσεις στη ζωή μου.Άνισες, πρώην αρτιότητες που ράγισαν στο πρώτο φύσημα, άλλες κατάφεραν να κουκουλωθούν κάτω από ζεστά παπλώματα, άλλες δεν πρόλαβαν καν να ψιθυρίσουν ‘βοήθεια’.Και τι μου έμεινε πια να κάνω; 4 τα ξημερώματα σε ένα ‘άδειο’ σπίτι, καθισμένη σε μια καρέκλα που δεν ξέρω εάν με αντέχει για πολύ ακόμη, με ένα μολύβι άνισα σπασμένο και ένα χαρτί γεμάτο από ‘τίποτα’…;Απολογισμός, απολογισμός της ζωής ή και της ανυπαρξίας, να τι μου έμεινε να κάνω τώρα που όλα πια ‘έσπασαν’. Μια λίστα, μια μπακαλίστικη λίστα που πρόχειρα και τρομακτικά αποτυπώνει τα ‘χρέη’ μιας 18χρονης ζωής… Νωρίς το πρωί για να κάνω κάτι τέτοιο, νωρίς στη ζωή μου για να τα παρατάω όλα, αργά το βράδυ για να κάνω κάτι τέτοιο, αργά στη ζωή μου για να σβήσω όλα τα λάθη... Με το μισό μου πια μολύβι φτιάχνω μια ολόκληρη λίστα.Και βάζω πολλά..βάζω πως ξεχειλίζω απ’ όλα στη ζωή μου, απ’ την αγάπη, απ’ το σεβασμό των άλλων, απ’ το τζιν που αγόρασα πριν 2 μήνες, απ’ τις επιπόλαιες επιλογές μου που μου στοίχισαν ένα μέλλον, πως έκλεινα τα μάτια μπροστά στο γκρεμό και άνοιγα το βήμα μου λέγοντας «δεν είδα καλά», πως κράτησα ανθρώπους στο πλάι μου που ενώ τους ένιωθα δίπλα μου εκείνοι ήταν πάντοτε απέναντί μου..βάζω ακόμη άλλο ένα ‘τικ’ σε όλη εκείνη την αγάπη που παίρνω και δε δίνω ποτέ αλλά και όλη εκείνη την αγάπη που προσφέρω χωρίς να μου επιστρέφεται το ‘αντίτιμο’ που θέλω (τα πιο αχάριστα και ανικανοποίητα πλάσματα εμείς οι άνθρωποι…),έναν έρωτα ,ή τέλος πάντων ό,τι ήταν αυτό, που δεν κατάφερε να ξεφύγει απ’ το ‘μια φορά και έναν καιρό’ και ποτέ δεν είδε το ‘ ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα’, ένα ζευγάρι παπούτσια μπαλέτου που άφησα να χάσουν το χρώμα τους, τις ευκαιρίες που δεν άγγιξα από φόβο μήπως με ‘αγγίξουν’ πρώτες, όλες εκείνες τις λάθος συμπεριφορές και τα καταναγκαστικά και ταυτοχρόνως ηθελημένα ‘ναι’ και ‘όχι’ που είπα και δυο χέρια, χέρια γεμάτα πληγές αλλά πάντα απλωμένα να κρατήσουν τον κάθε ‘ασταθή’ ,άλλοι άρχισαν να τις ξύνουν, άλλοι απλώς τις αγνόησαν, άλλοι δεν τις είδαν καν..γεμάτα πληγές και πότε θα κλείσουν…; τόσα λάθη, τόσα ‘ίσως’ τόσες νύχτες χωρίς ύπνο, μάτια πρησμένα και μισόκλειστα…ας ανοίξουν μια και καλή ή ας κλείσουν για πάντα…

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

..(στης Ανατολής τα μέρη)μια φορά κι έναν καιρό...


...κ είπα θα φύγω από εκεί,θα πάρω τ τραίνο κ όπου με βγάλει.. κάπου μακρυά από την καταπίεση και την ανάγκη να ικανοποιήσω το ανικανοποίητο,μακρυά από όσα μου θυμίζουν πως πάντα μια λάθος επιλογή θα κυνηγάει τα όνειρα μου,μακρυά από αυτήν τη ζωή ,που μόνη μου έχτισα μέσα σε ελπίδες και προαισθήσεις καταφέρνοντας απλώς να την κλείσω σε ένα συμβιβασμό...κ έτσι, για λίγο χάθηκα κ εγώ μέσα στα φώτα της Αριστοτέλους, μέσα στις μυρωδιές του φρέσκου τσουρεκιού και του θεάματος και τα άφησα όλα πίσω...για 5 μέρες,ή μάλλον 4 και κάτι ώρες...τόσο λίγο μέσα στην απεραντοσύνη του χρόνου, μα τόσο πολύ για τους ρυθμούς της σύγχρονης αναισθητοποίησης.......και την επόμενη φορά(που το υπόσχομαι,θα είναι σύντομα)θα περιμένω και πάλι στο δρόμο,καραολή και δημητρίου(κ αυτή τη φορά δε θα αργήσω :) ) για να μπω στον 'κουβα' σου και να πάμε 'κάπου',κάπου μακρυά από το δικό μου "εδώ"... ξέρω πως μπορεί Εκείνος ,στον οποίο κάθε βράδυ προσεύχομαι, να με έφτιαξε απλώς ως μια μαύρη πινελιά μέσα στον καμβά του ,όμως, μου έδωσε το προνόμιο να ζω δίπλα σε τόσες πολύχρωμες............
"οι επιβάτες για Αθήνα παρακαλούνται να επιβιβαστούν στην αμαξοστοιχία νούμερο ..."
....τέλος...


ραντεβού στις νυχτερινές μας αναλύσεις...

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

νυχτερινές 'περιπλανήσεις'...


…μα πώς να σε ξεχάσω; βρες έναν τρόπο, ένα λόγο, ένα άλλοθι για να μην είσαι εσύ ο φταίχτης…. να μην είσαι εσύ ο κλέφτης…
όλοι σε νομίζουν απλώς άλλο ένα πείσμα μου, μια σκέψη της στιγμής…
κανείς, ποτέ, στον κόσμο ολόκληρο δε θα μπορέσει να καταλάβει, πως ξυπνώ το πρωί για να σε ονειρεύομαι το βράδυ, πως μόνο μια εικόνα σου μπορεί να με κάνει να κλαίω και να γελάω στην ίδια φωτογραφία….
πάντα με το καλοσιδερομένο σου πουκάμισο ,που έχει πάντα ένα μικρό τσαλάκωμα στο δεξί μανίκι, λες και αυτό το σημείο δε θέλει να μπει στην καθώς πρέπει σειρά σου, λες και είναι το μόνο σημείο που δε θέλει να μπει στην καθώς πρέπει σειρά σου! κ εγώ που μισώ τα πουκάμισα, το δικό σου το λατρεύω, ή μπορεί και να το ζηλεύω λίγο, είναι που σ’ ακουμπάει χωρίς ενδοιασμούς.
Αλλά τι τα θες ;
ένα ύφασμα είναι μόνο, ένα μετάξι ίσως και λίγο συνθετικό, άψυχο, άχρωμο, αδιάφορο. Και αυτό το χαρακτηριστικό σου περπάτημα, οι φίλες μου γελούν με αυτό, λένε πως είναι «περίεργο»…
και; εμένα μ’ αρέσουν τα «περίεργα»..
Μα και αυτό που βιώνω δεν είναι «περίεργο»; να σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ότι αγάπησα το πρώτο μου βιβλίο, πιο πολύ από την πρώτη μου δασκάλα, πιο πολύ από το παιδικό μου κρεβάτι, πιο πολύ από τη μυρωδιά της ρόμπας της μαμάς μου και το λουλουδάτο άρωμά της… ;
αν μπορούσα να το φωνάξω τόσο δυνατά όσο αρκεί για να μπει μες στην ψυχή σαν αεράκι ανοιξιάτικο, αυτό το αεράκι που σε γλιτώνει από την ανεπιθύμητη ζέστη αλλά ταυτοχρόνως σε ψύχει λιγάκι… αν ήξερες… αν μπορούσες πίσω από τη σοβαροφάνεια του γραφικού μου χαρακτήρα να διαβάσεις τις στάλες μου, ακόμη κ αν δεν τις έπινες ποτέ, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη.
Ακόμη κι έτσι, τυλιγμένη μέσα στη γαλάζια μοναξιά μου, περιτριγυρισμένη από την ευωδία της αγάπης και της προσμονής, κλεισμένη στο όνειρο πριν αυτό γίνει εφιάλτης, παραδομένη σε μια τρέλα, την πιο μεγάλη της ζωής μου, ξεχασμένη σαν κιτρινισμένο χαρτί και γαριασμένες δαντέλες σε ξεφτισμένα συρτάρια γεμάτα ναφθαλίνη και παιδικά λευκώματα, μονάχη στο πιο πολύβουο μέρος του κόσμου, στην καρδιά της πίστης και του μεγάλου καθρέφτη, μισοπνιγμένη στα δάκρυα που ποτάμια χύνω για τον έρωτα μου το μεγάλο, νεκρή μέσα στο άνθισμα της ζωής μου, τα βλέφαρα πάντα θα ανοίγω όταν θα σηκώνεις το βλέμμα σου, ακόμη κι αν δε θυμάσαι το χρώμα των ματιών μου...