Πόσο συναίσθημα χωράει σε ένα ανθρώπινο σώμα; Κι αν αυτό είναι πολύ, σε τι μετριέται;
Σε σταγόνες; Σε λυγμούς; Σε αναπάντητα ρητορικά; Σε τρύπια κόσκινα;
Ή, μάλλον, όχι. Πάλι βλακείες λέω. Δε μετριέται.
Μα, φυσικά και δε μετριέται.
Στον έρωτα ξεχνάς να μετράς, μαθαίνεις να υπολογίζεις μονάχα.
Να υπολογίζεις τις ημέρες μέχρι να τον δεις, να υπολογίζεις τις άλλες, τις μαρτυρικές, που πέρασαν χωρίς νέα του, να υπολογίζεις τα αποτυπώματά του πάνω στα μάγουλά σου. Μάγουλα, που κάθε φορά πάνω στα χείλη του ξαναγεννιούνται, για να μην κουβαλούν κανένα προπατορικό αμάρτημα. Για να εξαγνίζονται από το φιλί και να μπορούν να λερωθούν μετά από τα δάκρυα.
Μόνο να υπολογίζεις. Ποτέ ξανά το νου σου στο μέτρημα.
Τους αριθμούς άφησέ τους για το μπακάλη.
Προσωπικά, από πείσμα ποτέ δεν τους κατάλαβα. Κι όχι γι’ άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί δουλειά τους είναι να σπάνε τον κόσμο και μαζί ό, τι ζει μέσα σε αυτόν. Να σου υπόσχονται, να σε παραμυθιάζουν και μετά να πολλαπλασιάζουν τα πάντα με το μηδέν και να σε αποτελειώνουν.
Ακόμη και το συν άπειρο, το λογαριάζω μόνον ως λέξεις ποιητικές.
Βλέπεις, οι λέξεις ξέρουν. Ξέρουν να μιλούν, ξέρουν να σωπαίνουν, ξέρουν να κρύβουν, ξέρουν να θυμούνται. Ενίοτε και να ξεχνούν. Αν τις αφήσεις.
Ξέρουν και να παγιδεύουν βλέμματα, ξέρουν και πώς να παγώνουν το αίμα, ξέρουν και πώς να λυτρώνουν ζωές.
Και κυρίως, ξέρουν πώς να σε κάνουν σκλάβο στην υπέρτατη δύναμή τους.
Σ΄ αυτή τη δύναμη που κρύβεται στην ποσοτική τους ποιότητα…
«Μου έλειψες πολύ», «Χάρηκα πολύ που σε είδα», «Σ’ αγαπώ πολύ».
Και αυτό το «πολύ», που τα δίχτυα του μια ζωή θ’ απλώνει και θα σε κάνει να σπαρταράς από ανάγκη για οξυγόνο, βασιλιάς με στέμμα θα γίνεται, κάθε φορά, που από το στόμα του θα βγαίνει.
Ο πιο μεγάλος ψεύτης αυτό το επίρρημα και ας μένει το κοστούμι του πάντα ατσαλάκωτο.
Αυτό το «πολύ» το άτιμο, το αναθεματισμένο, που κάνει τη φλόγα να ανάβει, κι ας μην υπάρχει εύφλεκτο υλικό, που κάνει τη σιωπή βροντή, κι ας μην έχει πέσει ούτε μία στάλα.
Που τίποτα δε σου υπόσχεται κι όμως εσύ ακούς τυμπανοκρουσίες.
Έτσι, γι’ αυτό το «τίποτα», που σε κλείνει στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Γ’ αυτό το «τίποτα», που μια ζωή το «τα πάντα» θα γεννάει…
Σε σταγόνες; Σε λυγμούς; Σε αναπάντητα ρητορικά; Σε τρύπια κόσκινα;
Ή, μάλλον, όχι. Πάλι βλακείες λέω. Δε μετριέται.
Μα, φυσικά και δε μετριέται.
Στον έρωτα ξεχνάς να μετράς, μαθαίνεις να υπολογίζεις μονάχα.
Να υπολογίζεις τις ημέρες μέχρι να τον δεις, να υπολογίζεις τις άλλες, τις μαρτυρικές, που πέρασαν χωρίς νέα του, να υπολογίζεις τα αποτυπώματά του πάνω στα μάγουλά σου. Μάγουλα, που κάθε φορά πάνω στα χείλη του ξαναγεννιούνται, για να μην κουβαλούν κανένα προπατορικό αμάρτημα. Για να εξαγνίζονται από το φιλί και να μπορούν να λερωθούν μετά από τα δάκρυα.
Μόνο να υπολογίζεις. Ποτέ ξανά το νου σου στο μέτρημα.
Τους αριθμούς άφησέ τους για το μπακάλη.
Προσωπικά, από πείσμα ποτέ δεν τους κατάλαβα. Κι όχι γι’ άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί δουλειά τους είναι να σπάνε τον κόσμο και μαζί ό, τι ζει μέσα σε αυτόν. Να σου υπόσχονται, να σε παραμυθιάζουν και μετά να πολλαπλασιάζουν τα πάντα με το μηδέν και να σε αποτελειώνουν.
Ακόμη και το συν άπειρο, το λογαριάζω μόνον ως λέξεις ποιητικές.
Βλέπεις, οι λέξεις ξέρουν. Ξέρουν να μιλούν, ξέρουν να σωπαίνουν, ξέρουν να κρύβουν, ξέρουν να θυμούνται. Ενίοτε και να ξεχνούν. Αν τις αφήσεις.
Ξέρουν και να παγιδεύουν βλέμματα, ξέρουν και πώς να παγώνουν το αίμα, ξέρουν και πώς να λυτρώνουν ζωές.
Και κυρίως, ξέρουν πώς να σε κάνουν σκλάβο στην υπέρτατη δύναμή τους.
Σ΄ αυτή τη δύναμη που κρύβεται στην ποσοτική τους ποιότητα…
«Μου έλειψες πολύ», «Χάρηκα πολύ που σε είδα», «Σ’ αγαπώ πολύ».
Και αυτό το «πολύ», που τα δίχτυα του μια ζωή θ’ απλώνει και θα σε κάνει να σπαρταράς από ανάγκη για οξυγόνο, βασιλιάς με στέμμα θα γίνεται, κάθε φορά, που από το στόμα του θα βγαίνει.
Ο πιο μεγάλος ψεύτης αυτό το επίρρημα και ας μένει το κοστούμι του πάντα ατσαλάκωτο.
Αυτό το «πολύ» το άτιμο, το αναθεματισμένο, που κάνει τη φλόγα να ανάβει, κι ας μην υπάρχει εύφλεκτο υλικό, που κάνει τη σιωπή βροντή, κι ας μην έχει πέσει ούτε μία στάλα.
Που τίποτα δε σου υπόσχεται κι όμως εσύ ακούς τυμπανοκρουσίες.
Έτσι, γι’ αυτό το «τίποτα», που σε κλείνει στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Γ’ αυτό το «τίποτα», που μια ζωή το «τα πάντα» θα γεννάει…
* «Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα’να μ’ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.»
Οδυσσέας Ελύτης
κι ας πα’να μ’ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.»
Οδυσσέας Ελύτης
ομορφα λογια και τοσο αληθινα
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλα σκεψου και ποσες φορες λεμε αυτο το επιρρημα π[οσες φορες το λεμε ασκοπα χωρις να το εννοουμε και ας ο αλλος κρεμεται απο αυτο;
γι' αυτο ακριβως μιλαω κι εγω...
ΑπάντησηΔιαγραφήσ' αγαπαω εγγονουλα..... (βαριεμαι να κανω κ λογκ ιν)
ΑπάντησηΔιαγραφήκι εγω ρε νιατο!
ΑπάντησηΔιαγραφή