Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέσαι.
Στο φως πεθαίνεις.
Κάθε φορά που κλείνουν τα φώτα λάμπεις.
Σε φωτίζουν οι προβολείς μου.
Τότε μονάχα μπορώ να σε κρατώ δίπλα μου.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Λίγο μετά το χειροκρότημα και λίγο πριν το πρώτο κούρδισμα της κιθάρας.
Όταν κοιτάς το ρολόι σου για να διαπιστώσεις πόση υποχρέωση έχεις να «διανύσεις» ακόμη.
Τότε που κανείς δε μας βλέπει.
Ούτε καν εσύ.
Τότε που ακουμπώ επάνω σου και σου ψιθυρίζω πόσο όμορφα περνάω, όταν ανάβω τα «φώτα πορείας» σου.
Λες και τα μάτια μου θαμπώνονται στο φως.
Κι έτσι, λαθραία σε κοιτώ από την κλειδαρότρυπα.
Κι ας έβαλες το κλειδί στην κλειδαριά.
Και φοβάμαι πως ακόμη κι αν ανοίξει άλλη πόρτα, εγώ στη δική σου κλειδαρότρυπα θα μείνω.
Εθισμένη στη μυρωδιά του κλειδωμένου και τη θέαση του σκοταδιού.
Καταδικασμένη να αρκούμαι στην ηδονή της ταλάντευσης των δαχτύλων σου δίπλα στα χείλη μου.
Πότε πάνω σε αυτά. Μονάχα δίπλα.
Σαν εξόριστοι επαναστάτες σε άνυδρη κόλαση.
Μόνο οι ώμοι μου μετρούν σημάδια σου. Αυτές τις μικρές πληγές, που ανοίγουν τα ακροδάχτυλά σου κάθε φορά που με αγγίζεις στοργικά σε εκείνο ακριβώς το σημείο.
Πληγές, που γίνονται σχισμές και σου επιτρέπουν να μπεις μέσα σε κάθε μικρή γωνίτσα μου και να κάνεις κατάληψη.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Μετά το βλέμμα ισιώνει ξανά.
Γίνεται «καθώς πρέπει».
Γίνεται κενό.
Περιμένει την απελευθέρωση στην αιχμαλωσία σου.
Περιμένει το σκοτάδι στο φως.
Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέμαι.
Στο φως πεθαίνω.
Μαζί σου.
Εκεί γεννιέσαι.
Στο φως πεθαίνεις.
Κάθε φορά που κλείνουν τα φώτα λάμπεις.
Σε φωτίζουν οι προβολείς μου.
Τότε μονάχα μπορώ να σε κρατώ δίπλα μου.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Λίγο μετά το χειροκρότημα και λίγο πριν το πρώτο κούρδισμα της κιθάρας.
Όταν κοιτάς το ρολόι σου για να διαπιστώσεις πόση υποχρέωση έχεις να «διανύσεις» ακόμη.
Τότε που κανείς δε μας βλέπει.
Ούτε καν εσύ.
Τότε που ακουμπώ επάνω σου και σου ψιθυρίζω πόσο όμορφα περνάω, όταν ανάβω τα «φώτα πορείας» σου.
Λες και τα μάτια μου θαμπώνονται στο φως.
Κι έτσι, λαθραία σε κοιτώ από την κλειδαρότρυπα.
Κι ας έβαλες το κλειδί στην κλειδαριά.
Και φοβάμαι πως ακόμη κι αν ανοίξει άλλη πόρτα, εγώ στη δική σου κλειδαρότρυπα θα μείνω.
Εθισμένη στη μυρωδιά του κλειδωμένου και τη θέαση του σκοταδιού.
Καταδικασμένη να αρκούμαι στην ηδονή της ταλάντευσης των δαχτύλων σου δίπλα στα χείλη μου.
Πότε πάνω σε αυτά. Μονάχα δίπλα.
Σαν εξόριστοι επαναστάτες σε άνυδρη κόλαση.
Μόνο οι ώμοι μου μετρούν σημάδια σου. Αυτές τις μικρές πληγές, που ανοίγουν τα ακροδάχτυλά σου κάθε φορά που με αγγίζεις στοργικά σε εκείνο ακριβώς το σημείο.
Πληγές, που γίνονται σχισμές και σου επιτρέπουν να μπεις μέσα σε κάθε μικρή γωνίτσα μου και να κάνεις κατάληψη.
Τα τρία δευτερόλεπτα της σιωπής.
Μετά το βλέμμα ισιώνει ξανά.
Γίνεται «καθώς πρέπει».
Γίνεται κενό.
Περιμένει την απελευθέρωση στην αιχμαλωσία σου.
Περιμένει το σκοτάδι στο φως.
Σκοτάδι.
Εκεί γεννιέμαι.
Στο φως πεθαίνω.
Μαζί σου.
εκείνα τα τρία τα δευτερόλεπτα σιωπής...
ΑπάντησηΔιαγραφήκάποτε τα λατρεύεις,
κάποτε τα καταριέσαι.
καλησπέρα βεατρίκη-
καλησπέρα... :)
ΑπάντησηΔιαγραφή