Μια φορά κι έναν καιρό, μια γυναίκα γέννησε ένα παιδί. Από
εκείνη την ημέρα δεσμεύτηκε να το γεννάει κάθε πρωί.
Για πάντα.
Το πρωί, του μάθαινε πώς να μιλά και πώς να κουνάει τα χέρια του, πώς να
περπατά και πώς να ανοίγει το βήμα του. Το απόγευμα, του έδειχνε πώς να πιάνει
το μολύβι, πώς να τρέχει, πώς να φυλάγεται. Το βράδυ, του μάθαινε να ανοίγει τα
παράθυρα, αλλά να βγαίνει μόνο από τις πόρτες, να ξεχωρίζει τα αγκάθια ένα- ένα
και να μην τα αφήνει να προλάβουν να του κάνουν μεγάλο κακό, ακόμη κι αν το
τρυπήσουν. Και το χάραμα, εκεί, λίγο πριν ξημερώσει, το έχριζε καλλιτέχνη στη
μεγάλη τέχνη της αγάπης, τη μεγαλύτερη όλων. Σε εκείνη την τέχνη που δε χωρούν
μαθήματα ασφαλούς πτήσης και που η ετυμολογία της και μόνο χωρά την αρχή και το
τέλος των πάντων, χαραγμένα σε πέντε γράμματα, τα οποία σχεδόν ειρωνικά
ξεκινούν με το «α» για να τελειώσουν στο «ω». Κι έτσι, κάθε μέρα κι εκείνη
έφθανε λίγο πιο κοντά σε εκείνο το «για πάντα». Άλλωστε, ήξερε πως τώρα πια δε
θα πέθαινε ποτέ...
Ήρθε, όμως καιρός, που η μέρα έφερε νύχτα κι έτσι το παιδί χάθηκε και έχασε κι
εκείνη από κοντά του. Τώρα πια, ήταν πολύ κοντά αλλά και πολύ μακριά. Κι έτσι,
δεν ήταν σίγουρο εάν είναι ακόμη ζωντανό ή όχι. Άλλωστε, σε αυτόν τον πλανήτη
όπου είχε βρεθεί, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να του το ξεκαθαρίσει.
Μια φορά κι έναν καιρό, το παιδί βρήκε στο χέρι του ζωγραφισμένο ένα αστέρι,
όμοιο με φυλαχτό. Απόρησε. Το αστέρι σημαίνει φως και το φως σημαίνει ζωή. Ναι,
μα εκείνο είχε χάσει τη δική του. Απόρησε ξανά. Αλλά η ιστορία του ήρθε και
συνεχίστηκε χωρίς να το ρωτήσει, έτσι:
Μια φορά κι έναν καιρό το παιδί γεννήθηκε για δεύτερη φορά από μια άλλη
γυναίκα. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε να του γεννάει κάθε πρωί τους
μεγαλύτερους δρόμους και να του αφήνει την ελευθερία να τους περπατά. «Τώρα
είσαι στο χώρα της συγχορδίας» του έλεγε. Δεν κατάλαβε πολλά, αλλά η λέξη
«συγχορδία» είχε μπροστά το «συν» και αυτό του έφτανε. Το παιδί είχε ξεχάσει
από λέξεις, πια, έτσι εκείνη του μιλούσε με μουσικές. Ξεκίνησε με κάτι
διστακτικές χαμηλές νότες και το έμαθε να ψιθυρίζει. Κάθε μέρα έπαιρνε μια
μελωδία στα χέρια της, την έγδυνε, του την άφηνε στις παλάμες και του έλεγε
«ζωγράφισέ την». Κι έτσι το παιδί έμαθε τι σημαίνει «χρώμα» και κυρίως πώς να
πιάνει το «πινέλο». Ο καιρός περνούσε και οι νότες άρχισαν να ανεβαίνουν, μέχρι
που μια μέρα το ‘σκασαν από το πιάνο της και άρχισαν να πηδούν στον αέρα. Η
πτήση είχε ήδη αρχίσει και ο προορισμός ήταν η γη της Αλήθειας.
«Και τώρα θα πετάξεις» του είπε. Κι εκείνο πέταξε.
Και πετάει ακόμη... Κι έχει πάντα εκείνο το αστεράκι ζωγραφισμένο στο χέρι του,
όμοιο με φυλαχτό. Από εκείνη τη δεύτερη γυναίκα, που δεν το γέννησε ποτέ κι
όμως το γεννάει κάθε φορά απ’ την αρχή!