Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Το σπασμένο τηλέφωνο


Κι αναρωτιέμαι πόσα «με ματαιώνεις» χωράνε σε μία ματαίωση.


(*Πηγή 
φωτογραφίας  https://www.flickr.com/photos/tantrum_dan/2257134624/in/photolist-4rspud-i9kAuH-bAKP4N-aGwfC4-dg6jAj-66KGm2-5Sm5AJ-2fp8r-aAWw9P-bjW5jN-z2PTi-rjXGfU-bA3xo4-pb7j1x-6X2c9m-xNFYR-Gc6GJ-bmHdtF-Q4uwH-aCN9HJ-6dznK9-28bB9-kMeQub-e4MqaX-5SsspL-efqGo3-dzSaVF-rPzr6d-qeNgm8-3d28KP-o4ZZtD-zDrCRy-eG5WGf-sBts9U-uYmPmx-a14Hiv-knEqLd-4xd6Se-nhg2jw-3LmDG7-zco5rj-5SFhpf-717KzN-d3WtrU-rjGFMC-hioLSe-e7Uokc-bob3-Bwi4SM-qWy9pG)

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Εκτελώντας...

Αναμονή.
Αναμονή για την απάντηση. Τριήμερη αναμονή, σαν τα γλέντια. Μόνο που εδώ δε χόρεψε κανείς από χαρά. Κοίτα να δεις ειρωνεία, πάλι εγώ είμαι αυτή που περιμένει την απάντηση. Εγώ, που μια ζωή ποτέ δεν έθετα το ερώτημα. Μην αγγίξω, μην παραβιάσω, μη βιάσω τις καταστάσεις. Κι ας κατέληγαν να βιάζουν εκείνες εμένα με συναίνεση απόλυτη, δηλωθείσα εκ της διευθύνσεως. Ναι, που λες αναμονή και λίγος έρως στα σκαριά. Μόνο που αυτή τη φορά, πρώτη φορά, το αντικείμενο του πόθου ταυτίζεται με το υποκείμενο του ρήματος σε ιδιότητα. Διαφορετικό και όμορφο κι ας μην ξέρω καν πώς ηχεί η φωνή του στο τηλέφωνο ή πώς βαραίνει το βλέμμα του όταν τον παίρνουν αγκαλιά.
Αναμονή ξανά, στην ουρά των εισιτηρίων.
Στο θέατρο με τη Γ. μου, για να κοπώ –ω! μα τι έκπληξις!- κομμάτια μαζί με εκείνα τα λόγια της πρωταγωνίστριας που θα λένε «Πηνελόπη, δε σου φτάνουν πια οι λέξεις» και με τα κόκκινα μάτια της Γ. μου, σε απόλυτα κακό χρωματικό συνδυασμό με τα μωβ της χείλη, την ώρα που θα την αφήνω για να περάσει το δρόμο. Όλα κομμάτια και όλα στα κομμάτια τους δοσμένα. Πώς γίνονται έτσι οι άνθρωποι; Πώς αφήνουν τα όπλα στην άκρη, στην ευκολία της άφεσης στο τίποτα; Και αυτός ο φόβος, Θεέ μου, της παρομοίωσης με την ηρωίδα, της κατάληξης σε αυτόν το μέλλοντα χρόνο που οι φιλόλογοι από ευγένεια ονόμασαν συντελεσμένο. Εκτελεσμένο να τον λες. Εκτελεσμένος από τα ίδια μου τα χέρια, στημένος στον τοίχο του δωματίου μου, δίπλα από το άδειο κάδρο του πτυχίου και ενός πιάνου ανέγγιχτου από δάχτυλο. «Μέλλων χρόνος κεκομμένος δια των χειρών της ιδιοκτήτριας εις μέρη πολλά, εις μέρη άνισα μοιρασμένα και ισοτίμως διασκορπισμένα εις το αχανές τοπίο.». Σπάει η ψυχή μου, το νιώθω, η ψυχή που εκείνος ο «φίλος» με σθένος ονόμαζε μεγάλη και αγνή, με το ίδιο σθένος που την πρόδωσε αποδίδοντάς της τη μεγαλύτερη φθήνια, τόσο μεγάλη, που μέχρι κι εγώ άρχισα να αμφιβάλλω. Σπάει η ψυχή μου στα ομόρριζά της, στα υποκατάστατα προϊόντα. Γίνεται ψυχώσεις. Γίνεται «περίπου». Αρρωσταίνει. Αρρωσταίνω. Πρώτη φορά ο συγχρονισμός μας δε βοηθά στις συνθήκες.
Αυτοεγκαταλείπομαι με μια άφεση αμαρτιών, που δεν την πρόδωσα την καρδούλα μου στα δύσκολα, μόνο στα άγνωστα την άφησα μόνη. Γιατί δεν αντέχω. Γιατί δε θέλω αλλιώς. Γιατί τις προάλλες με ρώτησες πού μένω και εγώ, από ντροπή, δε στο ‘πα. Στο τέλμα του δρόμου.

*Πηγή φωτογραφίας: https://www.flickr.com/photos/asiseeit5/14154195770/in/photolist-nyKXh7-5HCXi5-5oGQEw-nPM5Yy-9fw2Je-kHCuLx-aZQDUK-aABcYW-5YJy8G-5qaSQn-4uLvdu-a8XuHX-6AkigH-4Ye9Xu-7mmZTh-6FPTgy-7G3BiK-aWvZyX-Bbd5B-5EenQa-c59zxA-66Xf4G-5YFqRz-6dWdPk-dFmTrc-5mZiC5-5YVv5Q-dAqXgQ-55HyKM-4q2UC3-axY9cj-euHsM-7XLydi-6yuipp-dKFtN3-egMwCX-9Vnx7S-dLGKa2-sgVefP-6jjwuu-sj9k76-7if622-7mmZT9 bVWco5-nVg6Fj-denqKQ-6zEkGk-dy7DgK-5jb45Q-bpYvBH

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Κάτι σαν αθανασία...


Μια φορά κι έναν καιρό, μια γυναίκα γέννησε ένα παιδί. Από εκείνη την ημέρα δεσμεύτηκε να το γεννάει κάθε πρωί.
Για πάντα.
Το πρωί, του μάθαινε πώς να μιλά και πώς να κουνάει τα χέρια του, πώς να περπατά και πώς να ανοίγει το βήμα του. Το απόγευμα, του έδειχνε πώς να πιάνει το μολύβι, πώς να τρέχει, πώς να φυλάγεται. Το βράδυ, του μάθαινε να ανοίγει τα παράθυρα, αλλά να βγαίνει μόνο από τις πόρτες, να ξεχωρίζει τα αγκάθια ένα- ένα και να μην τα αφήνει να προλάβουν να του κάνουν μεγάλο κακό, ακόμη κι αν το τρυπήσουν. Και το χάραμα, εκεί, λίγο πριν ξημερώσει, το έχριζε καλλιτέχνη στη μεγάλη τέχνη της αγάπης, τη μεγαλύτερη όλων. Σε εκείνη την τέχνη που δε χωρούν μαθήματα ασφαλούς πτήσης και που η ετυμολογία της και μόνο χωρά την αρχή και το τέλος των πάντων, χαραγμένα σε πέντε γράμματα, τα οποία σχεδόν ειρωνικά ξεκινούν με το «α» για να τελειώσουν στο «ω». Κι έτσι, κάθε μέρα κι εκείνη έφθανε λίγο πιο κοντά σε εκείνο το «για πάντα». Άλλωστε, ήξερε πως τώρα πια δε θα πέθαινε ποτέ...
Ήρθε, όμως καιρός, που η μέρα έφερε νύχτα κι έτσι το παιδί χάθηκε και έχασε κι εκείνη από κοντά του. Τώρα πια, ήταν πολύ κοντά αλλά και πολύ μακριά. Κι έτσι, δεν ήταν σίγουρο εάν είναι ακόμη ζωντανό ή όχι. Άλλωστε, σε αυτόν τον πλανήτη όπου είχε βρεθεί, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να του το ξεκαθαρίσει.
Μια φορά κι έναν καιρό, το παιδί βρήκε στο χέρι του ζωγραφισμένο ένα αστέρι, όμοιο με φυλαχτό. Απόρησε. Το αστέρι σημαίνει φως και το φως σημαίνει ζωή. Ναι, μα εκείνο είχε χάσει τη δική του. Απόρησε ξανά. Αλλά η ιστορία του ήρθε και συνεχίστηκε χωρίς να το ρωτήσει, έτσι:
Μια φορά κι έναν καιρό το παιδί γεννήθηκε για δεύτερη φορά από μια άλλη γυναίκα. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε να του γεννάει κάθε πρωί τους μεγαλύτερους δρόμους και να του αφήνει την ελευθερία να τους περπατά. «Τώρα είσαι στο χώρα της συγχορδίας» του έλεγε. Δεν κατάλαβε πολλά, αλλά η λέξη «συγχορδία» είχε μπροστά το «συν» και αυτό του έφτανε. Το παιδί είχε ξεχάσει από λέξεις, πια, έτσι εκείνη του μιλούσε με μουσικές. Ξεκίνησε με κάτι διστακτικές χαμηλές νότες και το έμαθε να ψιθυρίζει. Κάθε μέρα έπαιρνε μια μελωδία στα χέρια της, την έγδυνε, του την άφηνε στις παλάμες και του έλεγε «ζωγράφισέ την». Κι έτσι το παιδί έμαθε τι σημαίνει «χρώμα» και κυρίως πώς να πιάνει το «πινέλο». Ο καιρός περνούσε και οι νότες άρχισαν να ανεβαίνουν, μέχρι που μια μέρα το ‘σκασαν από το πιάνο της και άρχισαν να πηδούν στον αέρα. Η πτήση είχε ήδη αρχίσει και ο προορισμός ήταν η γη της Αλήθειας.
«Και τώρα θα πετάξεις» του είπε. Κι εκείνο πέταξε.
Και πετάει ακόμη... Κι έχει πάντα εκείνο το αστεράκι ζωγραφισμένο στο χέρι του, όμοιο με φυλαχτό. Από εκείνη τη δεύτερη γυναίκα, που δεν το γέννησε ποτέ κι όμως το γεννάει κάθε φορά απ’ την αρχή!

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Απόκρυφες γραφές

                                                       (Oil painting by Robin Rosenthal )


Να ερωτευτώ. Εσένα που υπάρχεις αλλά δε με έχεις βρει ακόμη.

Τώρα κάπου τριγυρνάς και εγώ το αγνοώ. Εγώ σε αγνοώ. Εσύ με αγνοείς.
Αλήθεια έχεις γεννηθεί; Έχεις ήδη υπάρξει;
Τα χέρια σου, τους ώμους σου καθώς θα παίρνουν άλλο σχήμα όταν θα με αγκαλιάζεις. Πιο εύκαμπτοι, πιο μαλακοί, πιο ευάλωτοι, πιο κοντά ο ένας στον άλλο.
Το σχήμα σου, το περίγραμμα που θα σε εσωκλείει. Και θα σε ορίζει. Και θα σε περιορίζει, όπως κάθε σύνορο.
Τη λαγνεία σου. Τον ήχο της κρυφής επιθυμίας. Τον ήχο που κάνει ο έρωτάς σου. Κι ας είναι θόρυβος. Μπορεί και ψίθυρος. Θα το αντέξω.
Να ερωτευτώ τα μάτια σου. Που θα τα κοιτάζω εξερευνώντας τον πλανήτη τους και θα χάνομαι σε όλα εκείνα που δε θα ξέρω, σε εκείνα που θα με τυραννούν και πεποιθήσει δε θα μάθω ποτέ. Τα μάτια σου. Δύο στο σύνολο. Και όμως, με υπόσταση ενός. Προορισμένα να κοιτούν και τα δύο αιώνια την ίδια εικόνα.
Και να ταυτίζονται, εάν θέλουν να επιζήσουν.
Να ερωτευτώ.
Μια αλήθεια. Ή και όχι.
Στ’ αλήθεια.