Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
..(στης Ανατολής τα μέρη)μια φορά κι έναν καιρό...
...κ είπα θα φύγω από εκεί,θα πάρω τ τραίνο κ όπου με βγάλει.. κάπου μακρυά από την καταπίεση και την ανάγκη να ικανοποιήσω το ανικανοποίητο,μακρυά από όσα μου θυμίζουν πως πάντα μια λάθος επιλογή θα κυνηγάει τα όνειρα μου,μακρυά από αυτήν τη ζωή ,που μόνη μου έχτισα μέσα σε ελπίδες και προαισθήσεις καταφέρνοντας απλώς να την κλείσω σε ένα συμβιβασμό...κ έτσι, για λίγο χάθηκα κ εγώ μέσα στα φώτα της Αριστοτέλους, μέσα στις μυρωδιές του φρέσκου τσουρεκιού και του θεάματος και τα άφησα όλα πίσω...για 5 μέρες,ή μάλλον 4 και κάτι ώρες...τόσο λίγο μέσα στην απεραντοσύνη του χρόνου, μα τόσο πολύ για τους ρυθμούς της σύγχρονης αναισθητοποίησης.......και την επόμενη φορά(που το υπόσχομαι,θα είναι σύντομα)θα περιμένω και πάλι στο δρόμο,καραολή και δημητρίου(κ αυτή τη φορά δε θα αργήσω :) ) για να μπω στον 'κουβα' σου και να πάμε 'κάπου',κάπου μακρυά από το δικό μου "εδώ"... ξέρω πως μπορεί Εκείνος ,στον οποίο κάθε βράδυ προσεύχομαι, να με έφτιαξε απλώς ως μια μαύρη πινελιά μέσα στον καμβά του ,όμως, μου έδωσε το προνόμιο να ζω δίπλα σε τόσες πολύχρωμες............
"οι επιβάτες για Αθήνα παρακαλούνται να επιβιβαστούν στην αμαξοστοιχία νούμερο ..."
....τέλος...
ραντεβού στις νυχτερινές μας αναλύσεις...
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
νυχτερινές 'περιπλανήσεις'...
…μα πώς να σε ξεχάσω; βρες έναν τρόπο, ένα λόγο, ένα άλλοθι για να μην είσαι εσύ ο φταίχτης…. να μην είσαι εσύ ο κλέφτης…
όλοι σε νομίζουν απλώς άλλο ένα πείσμα μου, μια σκέψη της στιγμής…
κανείς, ποτέ, στον κόσμο ολόκληρο δε θα μπορέσει να καταλάβει, πως ξυπνώ το πρωί για να σε ονειρεύομαι το βράδυ, πως μόνο μια εικόνα σου μπορεί να με κάνει να κλαίω και να γελάω στην ίδια φωτογραφία….
πάντα με το καλοσιδερομένο σου πουκάμισο ,που έχει πάντα ένα μικρό τσαλάκωμα στο δεξί μανίκι, λες και αυτό το σημείο δε θέλει να μπει στην καθώς πρέπει σειρά σου, λες και είναι το μόνο σημείο που δε θέλει να μπει στην καθώς πρέπει σειρά σου! κ εγώ που μισώ τα πουκάμισα, το δικό σου το λατρεύω, ή μπορεί και να το ζηλεύω λίγο, είναι που σ’ ακουμπάει χωρίς ενδοιασμούς.
Αλλά τι τα θες ;
ένα ύφασμα είναι μόνο, ένα μετάξι ίσως και λίγο συνθετικό, άψυχο, άχρωμο, αδιάφορο. Και αυτό το χαρακτηριστικό σου περπάτημα, οι φίλες μου γελούν με αυτό, λένε πως είναι «περίεργο»…
και; εμένα μ’ αρέσουν τα «περίεργα»..
Μα και αυτό που βιώνω δεν είναι «περίεργο»; να σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ότι αγάπησα το πρώτο μου βιβλίο, πιο πολύ από την πρώτη μου δασκάλα, πιο πολύ από το παιδικό μου κρεβάτι, πιο πολύ από τη μυρωδιά της ρόμπας της μαμάς μου και το λουλουδάτο άρωμά της… ;
αν μπορούσα να το φωνάξω τόσο δυνατά όσο αρκεί για να μπει μες στην ψυχή σαν αεράκι ανοιξιάτικο, αυτό το αεράκι που σε γλιτώνει από την ανεπιθύμητη ζέστη αλλά ταυτοχρόνως σε ψύχει λιγάκι… αν ήξερες… αν μπορούσες πίσω από τη σοβαροφάνεια του γραφικού μου χαρακτήρα να διαβάσεις τις στάλες μου, ακόμη κ αν δεν τις έπινες ποτέ, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη.
Ακόμη κι έτσι, τυλιγμένη μέσα στη γαλάζια μοναξιά μου, περιτριγυρισμένη από την ευωδία της αγάπης και της προσμονής, κλεισμένη στο όνειρο πριν αυτό γίνει εφιάλτης, παραδομένη σε μια τρέλα, την πιο μεγάλη της ζωής μου, ξεχασμένη σαν κιτρινισμένο χαρτί και γαριασμένες δαντέλες σε ξεφτισμένα συρτάρια γεμάτα ναφθαλίνη και παιδικά λευκώματα, μονάχη στο πιο πολύβουο μέρος του κόσμου, στην καρδιά της πίστης και του μεγάλου καθρέφτη, μισοπνιγμένη στα δάκρυα που ποτάμια χύνω για τον έρωτα μου το μεγάλο, νεκρή μέσα στο άνθισμα της ζωής μου, τα βλέφαρα πάντα θα ανοίγω όταν θα σηκώνεις το βλέμμα σου, ακόμη κι αν δε θυμάσαι το χρώμα των ματιών μου...