Αναμονή.
Αναμονή για την απάντηση. Τριήμερη αναμονή, σαν τα γλέντια. Μόνο που εδώ δε χόρεψε κανείς από χαρά. Κοίτα να δεις ειρωνεία, πάλι εγώ είμαι αυτή που περιμένει την απάντηση. Εγώ, που μια ζωή ποτέ δεν έθετα το ερώτημα. Μην αγγίξω, μην παραβιάσω, μη βιάσω τις καταστάσεις. Κι ας κατέληγαν να βιάζουν εκείνες εμένα με συναίνεση απόλυτη, δηλωθείσα εκ της διευθύνσεως. Ναι, που λες αναμονή και λίγος έρως στα σκαριά. Μόνο που αυτή τη φορά, πρώτη φορά, το αντικείμενο του πόθου ταυτίζεται με το υποκείμενο του ρήματος σε ιδιότητα. Διαφορετικό και όμορφο κι ας μην ξέρω καν πώς ηχεί η φωνή του στο τηλέφωνο ή πώς βαραίνει το βλέμμα του όταν τον παίρνουν αγκαλιά.
Αναμονή ξανά, στην ουρά των εισιτηρίων.
Στο θέατρο με τη Γ. μου, για να κοπώ –ω! μα τι έκπληξις!- κομμάτια μαζί με εκείνα τα λόγια της πρωταγωνίστριας που θα λένε «Πηνελόπη, δε σου φτάνουν πια οι λέξεις» και με τα κόκκινα μάτια της Γ. μου, σε απόλυτα κακό χρωματικό συνδυασμό με τα μωβ της χείλη, την ώρα που θα την αφήνω για να περάσει το δρόμο. Όλα κομμάτια και όλα στα κομμάτια τους δοσμένα. Πώς γίνονται έτσι οι άνθρωποι; Πώς αφήνουν τα όπλα στην άκρη, στην ευκολία της άφεσης στο τίποτα; Και αυτός ο φόβος, Θεέ μου, της παρομοίωσης με την ηρωίδα, της κατάληξης σε αυτόν το μέλλοντα χρόνο που οι φιλόλογοι από ευγένεια ονόμασαν συντελεσμένο. Εκτελεσμένο να τον λες. Εκτελεσμένος από τα ίδια μου τα χέρια, στημένος στον τοίχο του δωματίου μου, δίπλα από το άδειο κάδρο του πτυχίου και ενός πιάνου ανέγγιχτου από δάχτυλο. «Μέλλων χρόνος κεκομμένος δια των χειρών της ιδιοκτήτριας εις μέρη πολλά, εις μέρη άνισα μοιρασμένα και ισοτίμως διασκορπισμένα εις το αχανές τοπίο.». Σπάει η ψυχή μου, το νιώθω, η ψυχή που εκείνος ο «φίλος» με σθένος ονόμαζε μεγάλη και αγνή, με το ίδιο σθένος που την πρόδωσε αποδίδοντάς της τη μεγαλύτερη φθήνια, τόσο μεγάλη, που μέχρι κι εγώ άρχισα να αμφιβάλλω. Σπάει η ψυχή μου στα ομόρριζά της, στα υποκατάστατα προϊόντα. Γίνεται ψυχώσεις. Γίνεται «περίπου». Αρρωσταίνει. Αρρωσταίνω. Πρώτη φορά ο συγχρονισμός μας δε βοηθά στις συνθήκες.
Αυτοεγκαταλείπομαι με μια άφεση αμαρτιών, που δεν την πρόδωσα την καρδούλα μου στα δύσκολα, μόνο στα άγνωστα την άφησα μόνη. Γιατί δεν αντέχω. Γιατί δε θέλω αλλιώς. Γιατί τις προάλλες με ρώτησες πού μένω και εγώ, από ντροπή, δε στο ‘πα. Στο τέλμα του δρόμου.
Αναμονή για την απάντηση. Τριήμερη αναμονή, σαν τα γλέντια. Μόνο που εδώ δε χόρεψε κανείς από χαρά. Κοίτα να δεις ειρωνεία, πάλι εγώ είμαι αυτή που περιμένει την απάντηση. Εγώ, που μια ζωή ποτέ δεν έθετα το ερώτημα. Μην αγγίξω, μην παραβιάσω, μη βιάσω τις καταστάσεις. Κι ας κατέληγαν να βιάζουν εκείνες εμένα με συναίνεση απόλυτη, δηλωθείσα εκ της διευθύνσεως. Ναι, που λες αναμονή και λίγος έρως στα σκαριά. Μόνο που αυτή τη φορά, πρώτη φορά, το αντικείμενο του πόθου ταυτίζεται με το υποκείμενο του ρήματος σε ιδιότητα. Διαφορετικό και όμορφο κι ας μην ξέρω καν πώς ηχεί η φωνή του στο τηλέφωνο ή πώς βαραίνει το βλέμμα του όταν τον παίρνουν αγκαλιά.
Αναμονή ξανά, στην ουρά των εισιτηρίων.
Στο θέατρο με τη Γ. μου, για να κοπώ –ω! μα τι έκπληξις!- κομμάτια μαζί με εκείνα τα λόγια της πρωταγωνίστριας που θα λένε «Πηνελόπη, δε σου φτάνουν πια οι λέξεις» και με τα κόκκινα μάτια της Γ. μου, σε απόλυτα κακό χρωματικό συνδυασμό με τα μωβ της χείλη, την ώρα που θα την αφήνω για να περάσει το δρόμο. Όλα κομμάτια και όλα στα κομμάτια τους δοσμένα. Πώς γίνονται έτσι οι άνθρωποι; Πώς αφήνουν τα όπλα στην άκρη, στην ευκολία της άφεσης στο τίποτα; Και αυτός ο φόβος, Θεέ μου, της παρομοίωσης με την ηρωίδα, της κατάληξης σε αυτόν το μέλλοντα χρόνο που οι φιλόλογοι από ευγένεια ονόμασαν συντελεσμένο. Εκτελεσμένο να τον λες. Εκτελεσμένος από τα ίδια μου τα χέρια, στημένος στον τοίχο του δωματίου μου, δίπλα από το άδειο κάδρο του πτυχίου και ενός πιάνου ανέγγιχτου από δάχτυλο. «Μέλλων χρόνος κεκομμένος δια των χειρών της ιδιοκτήτριας εις μέρη πολλά, εις μέρη άνισα μοιρασμένα και ισοτίμως διασκορπισμένα εις το αχανές τοπίο.». Σπάει η ψυχή μου, το νιώθω, η ψυχή που εκείνος ο «φίλος» με σθένος ονόμαζε μεγάλη και αγνή, με το ίδιο σθένος που την πρόδωσε αποδίδοντάς της τη μεγαλύτερη φθήνια, τόσο μεγάλη, που μέχρι κι εγώ άρχισα να αμφιβάλλω. Σπάει η ψυχή μου στα ομόρριζά της, στα υποκατάστατα προϊόντα. Γίνεται ψυχώσεις. Γίνεται «περίπου». Αρρωσταίνει. Αρρωσταίνω. Πρώτη φορά ο συγχρονισμός μας δε βοηθά στις συνθήκες.
Αυτοεγκαταλείπομαι με μια άφεση αμαρτιών, που δεν την πρόδωσα την καρδούλα μου στα δύσκολα, μόνο στα άγνωστα την άφησα μόνη. Γιατί δεν αντέχω. Γιατί δε θέλω αλλιώς. Γιατί τις προάλλες με ρώτησες πού μένω και εγώ, από ντροπή, δε στο ‘πα. Στο τέλμα του δρόμου.
*Πηγή φωτογραφίας: https://www.flickr.com/photos/asiseeit5/14154195770/in/photolist-nyKXh7-5HCXi5-5oGQEw-nPM5Yy-9fw2Je-kHCuLx-aZQDUK-aABcYW-5YJy8G-5qaSQn-4uLvdu-a8XuHX-6AkigH-4Ye9Xu-7mmZTh-6FPTgy-7G3BiK-aWvZyX-Bbd5B-5EenQa-c59zxA-66Xf4G-5YFqRz-6dWdPk-dFmTrc-5mZiC5-5YVv5Q-dAqXgQ-55HyKM-4q2UC3-axY9cj-euHsM-7XLydi-6yuipp-dKFtN3-egMwCX-9Vnx7S-dLGKa2-sgVefP-6jjwuu-sj9k76-7if622-7mmZT9 bVWco5-nVg6Fj-denqKQ-6zEkGk-dy7DgK-5jb45Q-bpYvBH