Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
ύστατο " σ'αγαπώ"..
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
...αντέχεις;
Για πρώτη φορά αμαχητί στην ήττα μου μέσα θα πέσω, με τα μούτρα λασπωμένα να κρύβονται πίσω απ’ τα χέρια μου δε θα αφήσω κανέναν να με πλύνει. Από ντροπή θα μείνω μέσα στο βούρκο, μέχρι να μην ξεχωρίζω από αυτόν, ντροπή όχι επειδή ηττήθηκα, αλλά επειδή δεν προσπάθησα να νικήσω, σε μια μάχη που ποτέ δε θέλησα να προκαλέσω. Σκούριασαν τα όπλα μου, γεμάτα σκόνη και μουχλιασμένους κόκκους ελπίδας στοιβάχθηκαν στις αποθήκες της ανεπιθύμητης μνήμης ,που τα κλειδιά της πέταξα για να μη μπορώ να μπαίνω πια.
Και τώρα ,που την αδυναμία μου να επιστρέφω εκεί που δεν πρέπει δεν κατάφερα να μετριάσω, γεμάτη λύσσα τρέχω πάνω στην πόρτα και χτυπάω δυνατά, με χέρια και πόδια για να κατορθώσω να τη σπάσω και να μπω σ’ αυτόν τον εφήμερο παράδεισο των ανεπιθύμητων αναμνήσεων, να ξετυλίξω στα κλεφτά όποια βρω μπροστά μου και γρήγορα να τη βάλω πάλι στη θέση της, πριν προλάβει να αναδυθεί η αγχωτική της μυρωδιά. Και η πόρτα, δυστυχώς, ανοίγει ξανά και μπαίνω μέσα τρεχάμενη, σαν εξαρτημένη από την οσμή της ‘κάποτε ευτυχίας’ για να φθάσω όσο πιο γρήγορα στο ‘ναρκωτικό’ μου. Και αφού πάρω τη γεύση του, κουλουριάζομαι μες στο σκοτάδι κ’ ενώ φοβάμαι που βρίσκομαι εκεί, δε λέω να φύγω.. Μένω και μετανιώνω ,για άλλη μια φορά, που άφησα την ευτυχία να φθάσει στο παρελθοντικό ‘κάποτε’ και που ξανά άφησα τον εαυτό μου να μετανιώσει.
Στα τυφλά ψάχνω με το χέρι μου την πανοπλία τριγύρω και τρέμω μήπως χώθηκε κάτω απ’ τα κουτιά της μνήμης γιατί δεν τη βρίσκω πουθενά. Τότε θυμάμαι πως την έβγαλα πριν μπω ,για μη χαλάσει η γυαλάδα της απ’ την τόση σκόνη, και ανακουφίζομαι. Σηκώνομαι προσεκτικά και ,αφού υπόσχομαι για εκατομμυριοστή φόρα με αποφασιστικότητα όμοια με τις προηγούμενες, πως δε θα ξαναμπώ, κλείνω την πόρτα, φοράω την ατσαλένια και αγρατζούνιστη πανοπλία μου και βγαίνω ξανά στο δρόμο με τον πολύ κόσμο ,ο οποίος για άλλη μια φορά θα επαινέσει τον ‘ατσαλένιο’ και ‘αγρατζούνιστο’ δυναμισμό μου.
Περπατάω, περπατάω, προσπερνάω βιτρίνες και φώτα, κι ενώ χαμογελάω αναίτια και ταξιδεύω με το βλέμμα μου σε γαλάζιες, ξεθωριασμένες εικόνες, πέφτω ξανά στο βούρκο που ήμουν και πριν και τραντάζομαι. Δεν τρομάζω απ’ το πέσιμο, η λάσπη ,βλέπεις, δε φεύγει με μια απλή βόλτα.. Η κλωστή του ονείρου ,όσο κι αν προσπαθούμε, δε χωράει απ’ την βελονότρυπα, αλλά ακόμη κι αν χωρέσει είναι τόσο εύκολο να σπάσει.. Κι αν σπάσει; Ποιος αντέχει να κρατηθεί απ’ ό, τι απομείνει;